- μπλαστρώνω
- [μπλάστρι]1. επιθέτω έμπλαστρο2. φρ. «τόν μπλάστρωσα στο ξύλο» — τόν έδειρα ανηλεώς ώσπου να αρρωστήσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπλαστρώνω — μπλαστρώνω, μπλάστρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπλαστρώνω — μπλάστρωσα, μπλαστρώθηκα, μπλαστρωμένος, βάζω έμπλαστρο: Μπλάστρωσα τη μέση μου γιατί είχε πιαστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπλαστρώνω — και εμπλαστρώ ( όω) και μπλαστρώνω (AM ἐμπλαστρῶ, όω) τοποθετώ έμπλαστρο στο δέρμα νεοελλ. 1. επαλείφω κάτι με στρώμα πηχτής ύλης 2. καλύπτω πρόχειρα … Dictionary of Greek
καταπλάσσω — (Α, Μ και Α αττ. τ. καταπλάττω) βάζω κατάπλασμα, έμπλαστρο, μπλαστρώνω μσν. 1. διαμορφώνω, κατασκευάζω κάτι 2. επινοώ κάτι, σοφίζομαι αρχ. 1. επιχρίω, επαλείφω, καλύπτω με κάτι 2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
μπλάστρωμα — το [μπλαστρώνω] τοποθέτηση εμπλάστρου, επίθεση καταπλάσματος … Dictionary of Greek